- γδικιέμαι
- γδικιούμαι, γδικιώνομαι мстить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδίκια — η [γδικιέμαι] η εκδίκηση … Dictionary of Greek
γδικιούμαι — και γδικιέμαι εκδικούμαι* … Dictionary of Greek
εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που … Dictionary of Greek
εκδικούμαι — και εκδικιέμαι εκδικήθηκα, μτβ. και αμτβ., ανταποδίνω αδικία ή προσβολή που μου έγινε, παίρνω εκδίκηση, γδικιέμαι: Εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)